- ἰασίμου
- ἰάσιμοςcurablemasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιασιμότητα — ἡ [ιάσιμος] η ιδιότητα τού ιάσιμου, το να μπορεί κάποιος ή κάτι να θεραπευθεί … Dictionary of Greek